- ημιονίτης
- ἡμιονίτης, ὁ, θηλ. ἡμιονῑτις (Α) [ημίονος]1. το αρσ. ως ουσ. ο ημιονηγός2. φρ. «ἵππος ἡμιονῑτις» — φοράδα που κυοφορεί ημίονο3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἡμιονῑτις(φυτ.) είδος φτέρης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek